- ρουμπινές
- ο(λ. γαλλ.), στρόφιγγα, κάνουλα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ρουμπινές — και ρομπινές, ο, Ν η στρόφιγγα, η κάνουλα βρύσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. robinet < μσν. robin «πρόβατο», λόγω τού ότι οι πρώτες κάνουλες είχαν συχνά τη μορφή κεφαλής προβάτου] … Dictionary of Greek
ρουμπινέτο — το, Ν [ρουμπινές] ο ρουμπινές … Dictionary of Greek
ρομπινές — ο, Ν βλ. ρουμπινές … Dictionary of Greek